- χιμέτλας
- χιμέτλᾱς , χιμέτληfem acc plχιμέτλᾱς , χιμέτληfem gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χιμέτλη — και χιμέθλη και χειμέτλη και χειμέθλη, ἡ, Α χίμετλο, χιονίστρα («εἱλκωμένας χιμέτλας καὶ πυρίκαυτα ἐπαλειφόμενον ὠφελεῖν», Διοσκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τής λ. χίμετλον, με αλλαγή γένους κατά τα θηλ.] … Dictionary of Greek